Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας,
παραγγείλαμε τη πρώτη μας μπύρα και ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη δουλειά. Η
συζήτηση ήταν τυπική, βαρετή θα μπορούσα να πω, μα χωρίς πολλά πολλά
παραγγείλαμε και δεύτερη. Εκεί είναι που ο Γιάννης ξεκίνησε να ανοίγεται,
<<Για να σου πω την αλήθεια, ενώ δείχνω πως τους συμπαθώ όλους με
κάποιους δεν τα πάω και τόσο καλά>>, είπε ανοίγοντας τα χέρια του
αγανακτισμένα μισομεθυσμένος. Δεν περίμενα να ακούσω τα λόγια αυτά από το στόμα
του, παρ ‘όλη την έκπληξή μου όμως προσπάθησα να μην δείξω αγενής για αυτό και
τον ρώτησα τι τον προβλημάτιζε. Έπειτα από αυτό τον διάλογο για πρώτη φόρα
ένιωσα μία σύνδεση δίχως φόβο και άγχος που οδήγησε στην εξομολόγηση μου.
<<Γιάννη, σκέφτομαι εδώ και καιρό ότι πρέπει να σου πω κάτι
σημαντικό>>, του είπα κατεβάζοντας μονορούφι τα απομεινάρια της μπύρας
που είχα αφήσει. <<Χαχα έτσι όπως το λες ελπίζω να μην είναι καμία
πρόταση γάμου, έχεις και οικογένεια άλλωστε>>, είπε ξεσπώντας σε
ασυγκράτητα γέλια. <<Όχι όχι!, το θέμα είναι ότι γνωριζόμαστε από
παλιά>>, τον κοίταξα περιμένοντας να δω ένα βλέμμα γεμάτο απορία, όμως
έκανα μεγάλο λάθος. <<Ναι, από το γυμνάσιο>>, μου είπε, ξαφνικά η
ανάσα μου κόπηκε, θυμήθηκα την πρώτη μας αντάμωση μετά από καιρό στην αίθουσα αναμονής,
και εκείνη τη στιγμή έβγαλε ένα τσιγάρο από τη κασετίνα που είχε αφήσει στο
τραπέζι και το άναψε. <<Από τη πρώτη στιγμή που σε είδα σε αναγνώρισα …
Πώς να σε ξεχάσω, τόσο πολύ που σε είχα γελοιοποιήσει;>>, μου είπε
τραβώντας μία τζούρα. <<Ήξερα πως θα ήταν δύσκολο να ανοιχτείς μετά από όλα
αυτά που πέρασες>>, τότε εγώ αποδέχτηκα τη συγγνώμη του με ένα τεράστιο
χαμόγελο ως τα αυτιά και του ζήτησα ένα τσιγαράκι.
ΤΕΛΟΣ
3/3
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου